Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

Μια στάση εδώ (Μητροπάνος)

Μια στάση εδώ.
Να βγω στο δρόμο να χορέψω ένα ζεμπέκικο.
Θα κάνω στάση στη διπλή γραμμή του δρόμου.
Πόσο κοστίζει μια παράβαση του νόμου;
Να σταματήσω θέλω την κυκλοφορία.
Για να φωνάξω ότι πρόδωσες την πιο όμορφη ιστορία.
Με δυο ξεσπάσματα, να ξεχαστούνε της ζωής μας τα ξεσπάσματα.
Να με αντικρύζεις, τάχα πως με υποστηρίζεις.

Είναι το αγαπημένο μου και το άκουσα απόψε στην ΝΕΤ, στο αφιέρωμα του Μάριου Τόκα.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

sok two sok


Έπρεπε να πάω κι εκεί.....

Ήταν όλα σκοτεινά και σφίχτηκα...
Πριν χτυπήσω κουδούνι είδα την πόρτα ν' ανοίγει μέσ' τα σκοτάδια.
Ήταν η ίδια, μόνη της.
Έβλεπε τηλεόραση.
Έμεινα πολύ. Είπαμε πολλά.
Πήρα δυνάμεις απ' το χαμόγελό της, την αισιοδοξία της και το θάρρος της.
Απέφευγα να κοιτάζω την μεγάλη διαφορά στην μπλούζα της.
Ένας πολύ μεγάλος λόφος μόνος του. Το δεξί βουνό είχε φύγει....
Είπαμε κι άλλα κι άλλα, ξεχαστήκαμε.
Όλα φυσιολογικά. Και τα κιλά της και τα μαλλιά της και οι περιγραφές της ζωής της τους τελευταίους μήνες, μέχρι.....
Μέχρι που αυθόρμητα μου σήκωσε την μπλούζα να δω!
Πάγωσα. Τρόμαξα. Δεν το φανταζόμουν έτσι. Ήταν φρέσκια και η τομή... Τα ράματα έφταναν μέχρι και την μασχάλη, αφού αφαίρεσε και τους λεμφαδένες.
Μουγκάθηκα για κάποια λεπτά.
Μετά την ρώτησα αν πονάει και κατέβασα το χέρι της απαλά που κράταγε την μπλούζα.
Δεν ήθελα να καταλάβει το σοκ μου. Δεν ήθελα να αλλάξω την ψυχολογία της, που τόσο χαίρομαι, που τουλάχιστον αυτή είναι σε πολύ καλά επίπεδα.
Θεέ μου, δώσε θάρρος στον άνθρωπο ν' αντέχει....
Πάρε τον πόνο και τις αρρώστιες πίσω. Γιατί τις έδωσες; Γιατί;

Δυο σκληρές σκηνές απόψε ο ξυπνητός εφιάλτης μου.
Σαν φλας, σαν αστραπές που αστράφτουν συνέχεια μπροστά μου.
"Δεν έπρεπε να πας σε καμμία", με μάλωσε η κόρη μου. "Ή τουλάχιστον ας πήγαινες στην μία!"
"Εμένα σκέφτεσαι κορίτσι μου; Εγώ έχω το πρόβλημα; Αλίμονο στα κορίτσια...."
"Εσένα σκέφτομαι μαμά μου. Εσύ θα μου λείψεις αν πάθεις κάτι! Να είναι καλά τα κορίτσια, αλλά δεν τα βοηθάς αν πηγαίνεις, κι εφόσον δεν τ΄αντέχεις. Απαιτώ να προσέχεις τον εαυτό σου!" και ύψωσε την φωνή της.
"Τον προσέχω κορίτσι μου! Τον προσέχω! Γι΄αυτό και καθυστέρησα να πάω."
"Ναι! Απ΄την πολύ προσοχή πήγες και στις δυο σήμερα!"
"Μη φοβάσαι κορίτσι μου! Όλα θα πάνε καλά! Κι αν δεν πάνε, εσύ πρέπει να είσαι δυνατή και ψύχραιμη και κυρίως να προσέχεις τον εαυτό σου!"

Θολό φεγγάρι

Θολό το φεγγάρι, θολό και το μυαλό της.
Άκουγα απ΄το στόμα της λόγια που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Απίστευτα και αταίριαστα με την δική της προσωπικότητα.
Θολά και τα λόγια της.
Να ήταν αλήθεια; Γιατί όχι; Άλλωστε τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι ημερομηνίες ήταν αληθινές. Γιατί όχι και οι αιτίες.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου….
Έκπληξη τα όσα άκουσα, σοκ τα όσα είδα και έζησα από κοντά σήμερα.
Σοκ και η εικόνα της, το βλέμμα της, οι κινήσεις της, τα λόγια της.
Αιτία και τα χάπια. Μαζί με την ασθένεια.
«Που να την έβλεπες στο υπόγειο δεμένη!»
Σοκ και μόνο η φανταστική σκηνή.
Βόλτες πάνω κάτω, πέρα δώθε. Μαζί της κι εγώ. Την κρατούσα απ΄ το μπράτσο και έσφιγγα μάτια και ψυχή, να μη λυγίσω.
Να μη προδοθώ ότι δεν τ΄αντέχω.
Να μην καταλάβει ότι θέλω να φύγω. Ότι δεν το μπορώ.
Βόλτες και έξω στον φραγμένο, αλλά πολύ όμορφο κήπο. Αγκαζέ. Πάνω, κάτω, γύρω, γύρω.
Θυμήθηκα μια ταινία με φυλακισμένους (ή τρελλούς;) που περπατούσε ο ένας πίσω απ΄τον άλλον και καθένας έλεγε τα δικά του ή σκεφτόταν.
Διαφορετικό το σκηνικό. Δυο μας αγκαζέ, μόνες μας σε έναν άδειο κήπο γιατί έκανε κρύο. Πάνω κάτω, γύρω γύρω.
Ήθελε να περπατήσει….
Να περπατήσει πολύ.
Και να φύγει.
Εγώ ήθελα μόνο να φύγω. Χωρίς να περπατήσω. Πετώντας αν γινόταν.
Να μη βλέπω.
Μα και τώρα που έφυγα, είμαι εκεί.
Παγωμένη, όπως κι εκεί.

Δυο γυναίκες, νέες, να περπατούν στα χαμένα…..
Και οι δυο χαμένες ήταν.
Άρρωστη η μια.
Ποια απ΄τις δυο άραγε πιο πολύ;
Αν εκείνη η ψυχρή γυναίκα, η αναίσθητη για πολλούς και για πολλά, θόλωσε το μυαλό της από ευαισθησία, όπως λέει, το δικό μου το μυαλό, γιατί δεν θόλωσε ακόμη, αφού όλοι με αποκαλούν υπερευαίσθητη;
Υπήρχε προδιάθεση λένε και βεβαρημένο παρελθόν απ’ τα 18.
Κι εσείς γιατροί, τι κάνετε; Που είναι η θεραπεία σας;

Φοβάμαι το αύριο. Φοβάμαι το «μετά» απ’ το «όταν» βγει. Φοβάμαι το παραπέρα….. και την ασφάλεια των παιδιών της.
Φοβάμαι πολλά.

Αφήσαμε το θολό φεγγάρι στον κήπο μόνο του και την πήγα στο δωμάτιό της. Παντού κάγκελα. Στο παράθυρο η φραγμένη θέα της, μου έσφιξε πιο πολύ την καρδιά.

Δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Φεύγοντας τρόμαξα από νέες και νέους ασθενείς που σκοντάφταν πάνω μου. Αν είναι δυνατόν! Τόσο νέοι! Εκεί μέσα;

Λυπόμουν και φοβόμουν.
Φοβόμουν και λυπόμουν.

Γιατί;
ΓΙΑΤΙ;

Όταν απομακρύνθηκα φωτογράφησα πάλι το φεγγάρι.

Θολό και πάλι.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Πόσα θες;

"Εσύ ξαδέρφη γεννήθηκες για να ξυπνάς συνειδήσεις στους γύρω σου. Γι΄αυτό μένεις μόνη. Γιατί αυτοί που θα σου την φέρουν είναι πολλοί. Αυτός είναι ο σταυρός που κουβαλάς. Να το ξέρεις αν δεν στο έχουν πει."

Το ξέρω Τάκη μου. Το ξέρω. Μου αρκεί που η δική σου συνείδηση ξύπνησε χθες το βράδυ. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις... Ήταν μια δύσκολη νύχτα και για τους δυο.

Δεν σου είπα "τόσα δίνω", παρά μόνο, "πόσα θες;" Ήμουν προετοιμασμένη και για περισσότερα.

Δεν απαντούσες. Τα μασούσες. Πάλευες ακόμα...

"Γιατί είσαι στραπατσαρισμένη; Τι έχεις; Δεν θέλω να στεναχωριέσαι για τα λεφτά."

Δικό μου το πρόβλημα. "Πόσα θες; Λεφτά θα πάρεις. Δεν θα πάρεις ψυχή!"

Σε κοίταζα στα μάτια. Βαθιά.

"Να τα χαρτιά μου....... οι αποδείξεις....."

"Δεν θέλω να δω. Δεν θέλω να μάθω. Πόσα θες;"

"Να σου τα δώσω όλα, να φύγεις όσο γίνεται ποιο γρήγορα από μπροστά μου....", σκεφτόμουν, μα δεν το είπα.

Είπα μόνο "Γρήγορα πριν έρθει ο Γιάννης. Δυο μας αρχίσαμε αυτή την συμφωνία, δυο μας και θα την κλείσουμε. Θα πω πως εγώ έκανα λάθος. Θα πω πως εγώ δεν κατάλαβα καλά. Δεν θέλω να τον συγχίσω. Ξέρεις, εκείνος δεν στεναχωριέται. Νευριάζει και με σένα θα νευριάσει πολύ....."

"Κρύψ΄τα, κρύψ΄τα! Μη του πεις τίποτα. Πάρ΄τα πίσω αυτά. Δώσε όσα λες εσύ ότι συμφωνήσαμε και να φύγω γρήγορα πριν έρθει."

"Πόσα θες Τάκη; Όσα θες εσύ θα σου δώσω.... Όσα σου λείπουν.... Εγώ μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν μπορεί αν έχεις δίκιο να κάνεις τόσο εύκολα πίσω. Ή με λυπάσαι και μου τα χαρίζεις;"

"Εσύ τι λες; Στα χαρίζω;"

"Δεν ξέρω. Μπορεί. Εγώ δεν μπορώ να τα δεχτώ. Εφόσον κάπου έκανα λάθος και στηρίχτηκα στην προσφορά που εσύ λες "δεν θυμόσουν", δεν θα πεθάνω για τα λεφτά. Γεροί να είμαστε!"

"Εσύ τι λες; Έκανες λάθος;"

"Εσύ θα μου πεις. Έκανα;"

"Όχι βέβαια! Και ντρέπομαι....."

Σε κοίταζα στα μάτια, ενώ τα δικά μου είχαν από ώρα μουσκέψει και δεν σε ρώτησα γιατί ντρέπεσαι. Ήξερα το γιατί. Δεν ήθελα αυτό να το πεις. Δεν ήθελα να εξευτελιστείς μπροστά μου. Δεν ήταν αυτό που ζητούσα.

"Εγώ ντρέπομαι, σε διέκοψα. Δεν έπρεπε να σου πω τίποτα. Έπρεπε να σου δώσω αμέσως αυτά που εσύ ζήτησες. Έτσι τώρα θα με μισείς κι εγώ θέλω να μ΄αγαπάς όπως πρώτα."

"Πρώτα δεν σ΄αγαπούσα όσο τώρα. Εσύ ξαδέρφη γεννήθηκες για να ξυπνάς τις συνειδήσεις των άλλων. Έτσι και τότε στη δουλειά. Χάρηκαν όλοι που σ΄ανάγκασαν να φύγεις. Γελούσαν όταν έφυγες κλαμμένη, μα για καιρό μετά οι συνειδήσεις τους ξύπνησαν, μέχρι που το συζητούσαν και μεταξύ τους. Σκέψου τα βράδια!"

"Ξέρω Τάκη. Τα βράδια είναι που πονάνε... Κάποιοι προχθές με πήραν και τηλέφωνο....."

"Να είσαι καλά ξαδέρφη και γερή! Να προσέχεις τον εαυτό σου....." είπες μεταξύ των άλλων.

"Κι εσύ Τάκη. Σ΄ευχαριστώ!"

"Εγώ σ΄ευχαριστώ ......."

Αγκαλιαστήκαμε, φιλιθήκαμε, ενώ και τα δικά σου μάτια είχαν κοκκινήσει....

Ο χρόνος που σου έδωσα ήταν τελικά για καλό και των δυο μας.

Σ΄ευχαριστώ Θεέ για την λύση. Μακάρι εμάς τους ανθρώπους να μας άκουγες πάντα και να επικρατούσε το δίκιο και το σωστό στην ώρα του, πριν αφήσει σημάδια.

Μα... θα μου πεις, αν δεν γινόταν αυτό, πως θα παίρνατε το μάθημά σας εσείς οι άνθρωποι;

Κι εγώ θα σου πω:
"Και πάλι ευχαριστώ. Όχι για τα λεφτά. Όχι για την δικαίωση, αλλά για την χαρά που ο Τάκης θα μείνει κοντά μου και κυρίως που τώρα μ΄αγαπάει πιο πολύ!

Σ΄ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!!!!! ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ!



"

Καλό ξόδεμα!



O Τάκης ζητάει έξτρα.

"Λάθος!" λέει. "Λάθος συννενόησης". Ισχύει το πρώτο χαρτί κι όχι το δεύτερο της προσφοράς.

Το σκεφτόταν τις τελευταίες μέρες. Κάτι διαισθάνθηκα απ΄τα λόγια του. Λεφτά του λείπουν μαζί με την αξιοπρέπεια. Αυτά θα πάρει. Θα του τα δώσω εγώ και τα δυο.

Θα τα πάρεις κύριε αύριο κιόλας. Μπορούσα και σήμερα, αλλά σου άφησα χρόνο να το σκεφτείς καλύτερα....

Μήπως τώρα κάνεις το λάθος;

Ήθελα να κερδίσω κι εγώ χρόνο, να μην καταλάβεις πόσο με στεναχώρεσες.

Δεν στεναχωρέθηκα για τα λεφτά. Τα λεφτά δεν έχουν ψυχή. Την ψυχή μου πόνεσες που την απογοήτευσες. Την ξεγέλασες καλά, γιατί ήσουν "φίλος" και σε εμπιστεύτηκα.

Αύριο. Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Όχι μη φοβάσαι. Δεν θα σου πω λόγια. Θα σε κοιτάω στα μάτια. Θα ψάξω να βρω την αλήθεια σου. Δεν θα σου πω τίποτα. Όπως και σήμερα δεν είπα. Κρατούσα το ακουστικό και σε άκουγα.

Λεφτά θες. Λεφτά θα σου δώσω. Θα σου δώσω και μπουρμπουάρ. Για να με θυμάσαι.

Να θυμάσαι ότι με έκλεψες κι εγώ σε φίλεψα. Δεν νομίζω να στο έχει κάνει άλλος. Εγώ θα είμαι η εξαίρεση. Για να με θυμάσαι.

Εγώ αύριο θα σε "βγάλω" απ΄τη ζωή μου, την ώρα που θα σε πληρώνω. Εσύ θα θυμάσαι μια ζωή ότι κέρδισες 1500 ευρώ, γιατί πούλησες συγγένεια, φιλία και εργοδότη.

Καθένας ότι ζητάει παίρνει. Θα τα πάρεις Τάκη κι ας μην πρέπει. Χαλάλι σου. Μακάρι να σε κάνουν ευτυχισμένο αυτά.

Μακάρι να καταλάβεις και το νόημα της ζωής, πριν είναι αργά.

Κραυγή



"Να μη σου δώσει ο Θεός, όσα μπορείς ν΄αντέξεις".

Εγώ δεν αντέχω άλλα. Ο εφιάλτης αυτής της εβδομάδας κάπου πρέπει να τελειώσει.

Τ΄ακούς Θεέ εκεί ψηλά;

Θέλω να γελάσω ΞΑΝΑ!

Πάρε τα μαύρα σύννεφα. Κρύψ΄τα! Να μην τα βλέπει κανένας! Ούτε ένας!

Μ΄ΑΚΟΥΣ;;;;;;;;

Παλαβά μανιτάρια



Φυτρώνουν όπου βρουν σαν παλαβά.

Σαν τα προβλήματα.

Αόρατες φλόγες


"Τι καίει πρωί πρωί η κυρά Λενιώ;" αναρρωτήθηκαν οι άντρες μεταξύ τους την ώρα που πήγαιναν για δουλειά. "Καθαρίζει φαίνεται τον κήπο", για τον γάμο που έχει την Κυριακή. Παντρεύει τον γιο της."


Τ΄απόγευμα χτυπούσαν οι καμπάνες. Εκείνη η λαμπάδα που καιγόταν και έφτανε στον ουρανό, ήταν της κυρά Λενιώς. Είχε αφήσει ένα γράμμα...


Δεν την πρόλαβαν. Κάηκε ολόκληρη. Δεν κατάλαβε κανείς στη γειτονιά, τίποτα!


Αύγουστος ήταν. Ο γάμος έγινε στη "σκιά"....


"Μέχρι να γίνουμε Άγγελοι, να βγάλουμε φτερά, άσε με να παραμιλώ, να καίγομαι..... "


με αόρατες φλόγες.



Πόρτες και παράθυρα ζωής



Μου το είπες γελαστά στο τηλέφωνο, σαν να μιλούσες για συνάχι:
"Έχω καρκίνο. Έκανα αφαίρεση στήθους. Ήταν κακοήθης. Κάνω χημειοθεραπείες. Και πριν ρωτήσεις για τα μαλλιά μου, θα σου πω ότι κάνω απ΄αυτές που δεν πέφτουν τα μαλλιά. Και τι να κάνω; Γελάω κι εγώ. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; Τον Αύγουστο πήγα να κάνω ένα μπάνιο και τ΄ανακάλυψα.... Εσύ τι κάνεις;"
Εγώ τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω;
Λυπάμαι για σένα, λυπάμαι για μένα, λυπάμαι για "την", λυπάμαι για "τον", λυπάμαι για πολλά. Λυπάμαι για όλα.
Μη αντέχοντας άλλο πόνο, φωτογράφιζα πόρτες και παράθυρα....
Σαν τις πόρτες και τα παράθυρα της ζωής....